- κελευσμάτων
- κέλευθοςroadneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραβδουχώ — έω, Α [ῥαβδοῡχος] 1. είμαι ραβδούχος, κρατώ ράβδο, ιδίως ως ένδειξη τής αρχής, τής εξουσίας ή τού αξιώματος που έχω 2. (για τους Ρωμαίους ραβδούχους) φέρω τις δέσμες ράβδων με τον πέλεκυ στο μέσον και προπορεύομαι τών αρχόντων προκειμένου να… … Dictionary of Greek
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek